- αναγωγο
- terbiyesiz, kaba
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
κλάσμα — Σχέση μεγεθών ή τμήμα μιας μονάδας που έχει διαιρεθεί σε ίσα μέρη. Παριστάνεται με τη γενική μορφή όπου α και β (όροι του κ.) είναι φυσικοί αριθμοί. Για παράδειγμα, , , (γνήσια κ.), , (καταχρηστικά κ.). Ο β (παρονομαστής),που μπορεί να είναι… … Dictionary of Greek
ασύμμετρος — Αυτός που δεν έχει συμμετρία, αυτός που είναι δυσανάλογος προς κάτι ή προς τα μέρη του. Στη γεωλογία, α. πτυχή λέγεται η πτυχή της οποίας το αξονικό επίπεδο δεν είναι κατακόρυφο. Στα μαθηματικά, α. αριθμός είναι ο άρρητος αριθμός. α. μεγέθη. Ας… … Dictionary of Greek
ανάγωγος — η, ο 1. κακοαναθρεμμένος, αγενής: Είναι παίδι ανάγωγο. 2. (μαθημ.), αυτός που δεν απλοποιείται: Το κλάσμα αυτό είναι ανάγωγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγοροκόριτσο — το 1. κορίτσι με εμφάνιση ή συμπεριφορά αγοριού 2. ατίθασο, άτακτο κορίτσι που συναναστρέφεται με αγόρια 3. κορίτσι κακοαναθρεμμένο και ανάγωγο … Dictionary of Greek
χωριάταρος — ο, Ν άτομο τελείως άξεστο, ανάγωγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωριάτης + μεγεθ. κατάλ. αρος (πρβλ. κλέφτ αρος)] … Dictionary of Greek
Φάνο, Τζίνο — (Fano, 1871 – 1952). Ιταλός μαθηματικός. Το 1902 διορίστηκε καθηγητής της αναλυτικής και παραστατικής γεωμετρίας στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο και το 1908 καθηγητής της παραστατικής γεωμετρίας στο πολυτεχνείο της ίδιας πόλης. Ασχολήθηκε κυρίως με… … Dictionary of Greek